- θριοβόλος
- θρῑοβόλος, ὁ, ([etym.] θριαί)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θριοβόλος — θριοβόλος, ὁ (Α) αυτός που ρίχνει ψήφους, λιθαράκια στο μαντικό αγγείο, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί «οι Παρνασσίδες νύμφες» + βολος < βάλλω (πρβλ. ελαφη βόλος, κορωνο βόλος)] … Dictionary of Greek
θριοβόλος — one who throws pebbles into the divining urn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριοβόλοι — θριοβόλος one who throws pebbles into the divining urn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)